Πνευματική, βιομηχανική και εμπορική ιδιοκτησία
Πνευματική, βιομηχανική και εμπορική ιδιοκτησία
http://circa.europa.eu/irc/opoce/fact_sheets/info/data/market/legislation/article_7203_el.htm
Σήματα, διπλώματα ευρεσιτεχνίας, σχέδια και υποδείγματα, ονομασίες προέλευσης, δικαιώματα δημιουργού — η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από διάφορους κοινοτικούς κανονισμούς. Η καταπολέμηση της παραχάραξης έχει καταστεί μία από τις προτεραιότητες του Γραφείου Εναρμόνισης στην εσωτερική αγορά και του Ευρωπαϊκού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας.
ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ
Το άρθρο 30 της συνθήκης ΕΚ (βλ. Αναφορές στο τέλος) περιλαμβάνει την «προστασία της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας» μεταξύ των λόγων παρέκκλισης από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Η έκφραση «βιομηχανική και εμπορική ιδιοκτησία» μπορεί να εφαρμοστεί σε όλα τα δικαιώματα βιομηχανικής και πνευματικής ιδιοκτησίας, και ιδίως στα δικαιώματα δημιουργού, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, τα σήματα, τα σχέδια και τα υποδείγματα καθώς και στις ονομασίες προέλευσης.
Επιπλέον, η βιομηχανική και πνευματική ιδιοκτησία υπάγεται στις διατάξεις σχετικά με τον ελεύθερο ανταγωνισμό (άρθρα 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ) (βλ. Αναφορές στο τέλος) στον βαθμό που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα είτε συντονισμένες πρακτικές είτε καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσης.
Η συνθήκη της Λισσαβόνας εισάγει μια νέα νομική βάση που νομιμοποιεί την άμεση παρέμβαση της Ένωσης στον τομέα της πνευματικής ιδιοκτησίας. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με το άρθρο 118 της ενοποιημένης έκδοσης της συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να εγκρίνουν μέτρα σχετικά με τη δημιουργία ευρωπαϊκών τίτλων για τη διασφάλιση μιας ενιαίας προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας και με τη δημιουργία κεντρικών καθεστώτων έγκρισης, συντονισμού και ελέγχου σε επίπεδο ΕΕ.
Επισημαίνεται ότι οι συμβάσεις των Παρισίων και της Βέρνης που υπεγράφησαν στα τέλη του 19ου αιώνα, μεταξύ άλλων και από τα κράτη μέλη, δεν θεσμοθέτησαν διεθνή δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας.
(σημείωση: Όλοι σύνδεσμοι αναφοράς για τις οδηγίες, τους κανονισμούς, κτλ. έχουν τοποθετηθεί στο τέλος του κειμένου στ τμήμα Αναφορές)
ΣΤΟΧΟΙ
Τα δικαιώματα πνευματικής, βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας τα οποία είναι αποκλειστικά δικαιώματα, εξαρτώνται ακόμα από τις διαφορετικές εθνικές νομοθεσίες. Η προοπτική συνολικής και απόλυτης ενοποίησης αυτών των νομοθεσιών δεν αντιμετωπίστηκε ποτέ σοβαρά από τα κράτη μέλη. Συμβιβάστηκαν και θεσπίστηκαν δικαιώματα σε κοινοτικό επίπεδο στα οποία θα μπορούσαν να προσφεύγουν οι επιχειρήσεις, συμπληρωματικά ή εναλλακτικά προς τα εθνικά δικαιώματα.
ΕΠΙΤΕΥΓΜΑΤΑ
A. Νομοθετική εναρμόνιση
1. Σήματα, σχέδια και υποδείγματα
Η οδηγία 89/104/ΕΟΚ της 21ης Δεκεμβρίου 1988 προσεγγίζει τις εθνικές νομοθεσίες θεσπίζοντας κοινούς κανόνες για τα σημεία που συνιστούν το σήμα, τους λόγους απόρριψης ή ακυρότητας και τα δικαιώματα που παρέχουν τα σήματα.
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 40/94 της 20ής Δεκεμβρίου 1993 θεσπίζει κοινοτικό σήμα συνυπάρχον με τα εθνικά σήματα και ιδρύει κοινοτικό γραφείο σημάτων με την ονομασία «Γραφείο Εναρμόνισης στην Eσωτερική Aγορά» (σήματα, σχέδια και υποδείγματα) που εδρεύει στο Alicante και άρχισε να λειτουργεί το 1996. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 40/94 τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 422/2004 του Συμβουλίου της 19ης Φεβρουαρίου 2004, που συμβάλλει στη βελτίωση της λειτουργίας του συστήματος της κοινοτικής σήμανσης.
Η οδηγία 98/71/ΕΚ της 13ης Οκτωβρίου 1998 προσεγγίζει τις εθνικές νομοθεσίες περί νομικής προστασίας των σχεδίων και των υποδειγμάτων.
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 6/2002 της 12ης Δεκεμβρίου 2001 θεσπίζει ένα κοινοτικό σύστημα για την προστασία των σχεδίων και των υποδειγμάτων.
Η απόφαση 2006/954/ΕΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την έγκριση της προσχώρησης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στην Πράξη της Γενεύης του Διακανονισμού της Χάγης για τη διεθνή καταχώριση των βιομηχανικών σχεδίων και υποδειγμάτων, η οποία εγκρίθηκε στη Γενεύη στις 2 Ιουλίου 1999, και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1891/2006 του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 6/2002 και (ΕΚ) αριθ. 40/94 ώστε να τεθεί σε ισχύ η συγκεκριμένη προσχώρηση, έχουν ως σκοπό τη σύνδεση του συστήματος καταχώρισης των σχεδίων και υποδειγμάτων της Ένωσης με το διεθνές σύστημα καταχώρισης των βιομηχανικών σχεδίων και υποδειγμάτων του Παγκόσμιου Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας.
2. Δικαιώματα δημιουργού
α. τα κυριότερα κοινοτικά μέτρα:
— Η οδηγία 91/250/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14ης Μαΐου 1991 για τη νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών (βλ. κατωτέρω)·
— η οδηγία 92/100/ΕΟΚ της 19ης Νοεμβρίου 1992 σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης και το δικαίωμα δανεισμού των προϊόντων της διανοίας·
— η οδηγία 93/83/ΕΟΚ της 27ης Σεπτεμβρίου 1993 σχετικά με την καλωδιακή αναμετάδοση και τις δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις·
— η οδηγία 93/98/ΕΟΚ της 29ης Οκτωβρίου 1993 για την εναρμόνιση της διάρκειας προστασίας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και ορισμένων συγγενών δικαιωμάτων·
— η Πράσινη Βίβλος της Επιτροπής της 19ης Ιουλίου 1995 σχετικά με το δικαίωμα δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα στην κοινωνία των πληροφοριών, που εγκρίθηκε στις 19 Ιουλίου 1995·
— η οδηγία 2001/29/ΕΚ της 22ας Μαΐου 2001 για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας·
— η οδηγία 2001/84/ΕΚ της 27ης Σεπτεμβρίου 2001 σχετικά με το δικαίωμα παρακολούθησης υπέρ του δημιουργού ενός πρωτότυπου έργου τέχνης·
— η οδηγία 96/9/ΕΟΚ της 11ης Μαρτίου 1996, σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων
— η οδηγία 2004/48/ΕΚ της 29ης Απριλίου 2004 σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας·
— η οδηγία 2006/116/EΚ της 12ης Δεκεμβρίου 2006 για τη διάρκεια προστασίας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και ορισμένων συγγενικών δικαιωμάτων·
— η οδηγία 2006/115/EΚ της 12ης Δεκεμβρίου 2006 σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας.
β. Έγκριση διεθνών συνθηκών
— Στις 16 Μαρτίου 2000, το Συμβούλιο ενέκρινε τη συνθήκη του Παγκόσμιου Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας (WIPO) σχετικά με τα δικαιώματα του δημιουργού και τη συνθήκη σχετικά με τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα (WPPT). Οι συνθήκες αυτές θα μπορέσουν να συμβάλουν στη διασφάλιση ισόρροπου επιπέδου προστασίας των έργων και άλλων αντικειμένων και θα επιτρέψουν την πρόσβαση του κοινού στα περιεχόμενα που προσφέρουν τα δίκτυα.
— Με την απόφαση 94/800/ΕΚ της 22ας Δεκεμβρίου 1994 το Συμβούλιο ενέκρινε τη συμφωνία σχετικά με τις εμπορικές πτυχές των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (TRIPS), που συνήφθη στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης. Η συμφωνία προβλέπει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη εφαρμόζουν μεταξύ τους τούς κανόνες της «εθνικής μεταχείρισης» και της «μεταχείρισης του μάλλον ευνοουμένου κράτους».
3. Διπλώματα ευρεσιτεχνίας
α. Αρχική προσπάθεια δημιουργίας ενός κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας
Για μεγάλο χρονικό διάστημα, θεωρείτο απαραίτητο ένα κοινοτικό σύστημα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας προκειμένου να εξαλειφθούν οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που προκαλεί η εδαφικότητα των εθνικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Αυτός ήταν ο στόχος της συμφωνίας του Λουξεμβούργου της 15ης Δεκεμβρίου 1989 για τη δημιουργία ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας το οποίο χορηγείται από το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας και διασφαλίζει ταυτοχρόνως σε όλη την Κοινότητα τα ίδια δικαιώματα. Ωστόσο, ελλείψει επικύρωσης από όλα τα κράτη μέλη, αυτή η συμφωνία δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ.
β. Μερικές βελτιώσεις
i. Εναρμόνιση των εθνικών κανόνων
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 240/96 της Επιτροπής της 31ης Ιανουαρίου 1996 εναρμόνισε και απλοποίησε τις διατάξεις για τις άδειες εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας και τις άδειες εκμετάλλευσης τεχνογνωσίας για να ενθαρρύνει τη διάδοση των τεχνικών γνώσεων στην Ένωση και να προαγάγει την κατασκευή τεχνικώς ανώτερων προϊόντων.
ii. Κοινοτική προστασία ορισμένων τομέων
Οδηγία 87/54/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1986 σχετικά με τη νομική προστασία των τοπογραφιών προϊόντων ημιαγωγών.
Οδηγία 91/250/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14ης Μαΐου 1991 για τη νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών (όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 93/98 της 29ης Οκτωβρίου 1993). Η οδηγία αυτή επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προστατεύουν τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών με δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας σαν λογοτεχνικά έργα κατά την έννοια της σύμβασης της Βέρνης για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων.
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1610/96 της 23ης Ιουλίου 1996 θέσπισε συμπληρωματικό πιστοποιητικό προστασίας για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα.
Η οδηγία 96/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 1996 προβλέπει τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων — ως βάση δεδομένων «νοείται η συλλογή έργων, δεδομένων ή άλλων ανεξάρτητων στοιχείων, διευθετημένων κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο και ατομικώς προσιτών με ηλεκτρονικά μέσα ή κατ’ άλλον τρόπο». Η οδηγία ορίζει ότι οι βάσεις δεδομένων προστατεύονται τόσο από το δικαίωμα του δημιουργού, που καλύπτει το πνευματικό δημιούργημα που συνεπάγεται η επιλογή ή διευθέτηση των περιεχομένων τους, όσο και από ένα δικαίωμα ειδικής φύσεως, που προστατεύει την επένδυση (χρημάτων, ανθρωπίνων πόρων, προσπάθειας και ενέργειας) στην απόκτηση, τον έλεγχο ή την παρουσίαση του περιεχομένου μιας βάσης δεδομένων. Η οδηγία δεν ισχύει για προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή ή τη λειτουργία βάσεων δεδομένων ούτε και για τα έργα ή τα λοιπά υλικά που περιέχουν. Παρομοίως, δεν επηρεάζει τις νομικές διατάξεις που διέπουν ιδίως τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, τα σήματα, τα σχέδια και υποδείγματα και τον αθέμιτο ανταγωνισμό.
Η οδηγία 98/44/ΕΚ της 6ης Ιουλίου 1998 προβλέπει την προστασία των βιοτεχνολογικών εφευρέσεων.
Η οδηγία 98/84/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Νοεμβρίου 1998 για τη νομική προστασία των υπηρεσιών που βασίζονται ή συνίστανται στην παροχή πρόσβασης υπό όρους καλύπτει όλες τις υπηρεσίες η πρόσβαση στις οποίες υπόκειται σε όρους, περιλαμβανομένης της συνδρομητικής τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, των υπηρεσιών εικόνας και ήχου κατόπιν παραγγελίας, των ηλεκτρονικών εκδόσεων και μιας ευρείας σειράς επιγραμμικών υπηρεσιών που προσφέρονται στο κοινό βάσει συνδρομής ή πληρωμής ανάλογης με τη χρήση.
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 873/2004 του Συμβουλίου τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2100/94 του Συμβουλίου που θεσπίζει ένα σύστημα κοινοτικής προστασίας για τις φυτικές ποικιλίες, κατά τρόπο που εναρμονίζει τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2100/94 με την οδηγία 98/44/ΕΚ για την προστασία των βιοτεχνολογικών εφευρέσεων. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 873/2004 προβλέπει ότι «το Γραφείο χορηγεί, σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, υποχρεωτική άδεια, κατόπιν αιτήσεως αυτού του προσώπου ή αυτών των προσώπων, αλλά μόνον για λόγους δημοσίου συμφέροντος» (άρθρο πρώτο).
Στις 6 Ιουλίου 2005 απορρίφθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στη δεύτερη ανάγνωσή του ένα σχέδιο οδηγίας σχετικά με τη δυνατότητα κατοχύρωσης με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας των εφευρέσεων που εφαρμόζονται σε υπολογιστή, το οποίο είχε προταθεί από την Επιτροπή τον Φεβρουάριο του 2002.
Η Επιτροπή έχει προτείνει τροποποίηση της οδηγίας 98/71/ΕΚ με σκοπό την ελευθέρωση του εμπορίου στον τομέα των εξαρτημάτων των αυτοκινήτων οχημάτων. Στις 12 Δεκεμβρίου 2007, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τροποποίησε στην πρώτη ανάγνωση της διαδικασίας συναπόφασης, την πρόταση οδηγίας για την τροποποίηση της οδηγίας 98/71/ΕΚ. Συγκεκριμένα, το Κοινοβούλιο ενέκρινε μια τροπολογία που όριζε ότι οι καταναλωτές θα πρέπει να γνωρίζουν την προέλευση των εξαρτημάτων μέσω της εμπορικής επωνυμίας ή με άλλον ενδεδειγμένο τρόπο, για να έχουν τη δυνατότητα συνειδητής επιλογής ανάμεσα σε ανταγωνιστικά προϊόντα που διατίθενται για επισκευαστικούς σκοπούς. Η πρόταση που τροποποιήθηκε ως ανωτέρω αναμένεται να υποβληθεί σε πρώτη ανάγνωση από το Συμβούλιο.
γ. Νέο σχέδιο για ένα κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
Την 1η Αυγούστου 2000, η Επιτροπή παρουσίασε ένα νέο σχέδιο κανονισμού για το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας [CΟM(2000) 0412]. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας θα συνυπάρχει με τα εθνικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Τη νομική προστασία θα εγγυάται ένα ειδικό δικαστήριο. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε το σχέδιο στις 9 Απριλίου 2002 με μια σειρά τροπολογιών σχετικά με τις διατάξεις για τη γλώσσα, το ρόλο των εθνικών γραφείων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας έναντι του Ευρωπαϊκού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, και τους νομικούς κανόνες. Το Συμβούλιο δεν έχει ακόμα συμφωνήσει ομόφωνα όπως προέβλεπε η οδηγία.
4. Καταπολέμηση της παραποίησης
Η παραποίηση, η πειρατεία και οι επιθέσεις κατά της πνευματικής ιδιοκτησίας αποτελούν γενικά ένα διογκούμενο φαινόμενο, το οποίο έχει ήδη λάβει διεθνείς διαστάσεις, απειλώντας σοβαρά τις εθνικές οικονομίες και την εξουσία των κρατών μελών. Ωστόσο, διαφορές μεταξύ των εθνικών συστημάτων για την τιμωρία των αδικημάτων αυτών εμποδίζουν τα κράτη μέλη στις προσπάθειές τους να καταπολεμήσουν την παραποίηση και την πειρατεία με αποτελεσματικό τρόπο. Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή παρουσίασε ένα σχέδιο οδηγίας και ένα σχέδιο απόφασης-πλαισίου για τα μέτρα καταπολέμησης των παραβάσεων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, περιλαμβανομένων ποινικών κυρώσεων, με στόχο την ενίσχυση της καταπολέμησης της παραποίησης και της πειρατείας.
Οι νέες προτάσεις θα συμπληρώνουν την οδηγία 2004/48/ΕΚ σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, η οποία προβλέπει μέτρα, διαδικασίες και αποζημίωση μόνο στο πλαίσιο του αστικού και διοικητικού δικαίου.
Ωστόσο, η Επιτροπή απέσυρε την πρόταση απόφασης-πλαισίου και υπέβαλε μια τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση ποινικών μέτρων που αποσκοπούν στη διασφάλιση της προστασίας επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας [COM(2006) 0168]. Στις 25 Απριλίου 2007, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε, στην πρώτη ανάγνωση της διαδικασίας συναπόφασης την εν λόγω πρόταση οδηγίας που αναμένεται να υποβληθεί στην πρώτη ανάγνωση του Συμβουλίου.
B. Νομολογία του Δικαστηρίου
1. Ύπαρξη και άσκηση των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας
α. Η διάκριση μεταξύ της ύπαρξης και της άσκησης του δικαιώματος ανέκυψε σε σχέση με την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης στην εκμετάλλευση των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Μνημονευθείσα για πρώτη φορά στην απόφαση Cοnsten-Grunding (υποθέσεις 56 και 58/64 της 13ης Ιουλίου 1966) σε σχέση με την παραχώρηση σήματος, επανελήφθη στη συνέχεια στη σημαντική απόφαση Parke Daνis (υπόθεση 24/26 της 29ης Φεβρουαρίου 1968). Χρειαζόταν να γίνει διάκριση μεταξύ των ζητημάτων που καλύπτονταν από την «ύπαρξη» των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας και που διέπονταν από το άρθρο 30 και των ζητημάτων που σχετίζονταν με την «άσκηση» αυτών των δικαιωμάτων και δεν μπορούσαν να διαφύγουν της εφαρμογής της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας (βλ. επίσης υπόθεση 78/70 της 8ης Ιουνίου 1971, Deutsche Grammοphοn).
β. Η «ύπαρξη» δικαιώματος είναι, ωστόσο, μια ασαφής έννοια που εξαρτάται σε υπερβολικό βαθμό από τη βούληση των εθνικών νομοθετών. Η έννοια του «ειδικού αντικειμένου» είναι εκείνη που επέτρεψε να διευκρινιστεί τι θα μπορούσε να υπαχθεί στο νομικό καθεστώς κάθε δικαιώματος πνευματικής ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας χωρίς να προσκρούσει στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας.
Σε σχέση με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, το «ειδικό αντικείμενο» συνίσταται, σύμφωνα με το Δικαστήριο, στο «αποκλειστικό δικαίωμα χρήσης μιας εφεύρεσης με σκοπό την κατασκευή και την πρώτη κυκλοφορία βιομηχανικών προϊόντων… καθώς και στο δικαίωμα αντίθεσης σε κάθε παραποίηση» (απόφαση 15/74 της 18ης Οκτωβρίου 1974, Centrafarm κατά Sterling Drug).
Ο ορισμός του «ειδικού αντικειμένου» του βιομηχανικού σήματος εδραιώθηκε ύστερα από πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Στην απόφαση Terrapin (υπόθεση 119/75 της 22ας Ιουνίου 1976), το Δικαστήριο δήλωσε ότι η κύρια λειτουργία του σήματος συνίσταται στο να «εγγυάται στους καταναλωτές την ταυτότητα προέλευσης του προϊόντος». Ο ορισμός αυτός συμπληρώθηκε αργότερα στην απόφαση Hοffmann-Larοche ως εξής: επιτρέποντάς τους να διακρίνουν χωρίς δυνατή σύγχυση το προϊόν αυτό από άλλα που έχουν άλλη προέλευση (υπόθεση 102/77 της 23ης Μαΐου 1978).
2. Η θεωρία της «εξάντλησης» των δικαιωμάτων
α. Ορισμός
Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, ο κάτοχος δικαιώματος βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας που προστατεύεται από τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους δεν μπορεί να επικαλεστεί την εν λόγω νομοθεσία για να αντιταχθεί «στην εισαγωγή ή την εμπορία ενός προϊόντος το οποίο διετέθη στην αγορά άλλου κράτους μέλους» (βλ. την εφαρμογή της στα σχέδια και υποδείγματα: απόφαση 144/81 της 14ης Σεπτεμβρίου 1982, Keurkοοp κατά Nancy Kean Gifts). Η θεωρία αυτή είναι εφαρμόσιμη σε όλα τα πεδία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, αλλά σε σχέση με τα δικαιώματα των σημάτων μπορεί να δεχθεί προσαρμογές αφού ο δικαστής λαμβάνει υπόψη την «κύρια λειτουργία του σήματος» που είναι να εγγυηθεί στον καταναλωτή την ταυτότητα προέλευσης του προϊόντος που φέρει σήμα (απόφαση HAG II, υπόθεση C-10/89 της 17ης Οκτωβρίου 1990). Ο κάτοχος δικαιώματος σήματος μπορεί να αντιταχθεί στην εισαγωγή εντός του εδάφους του ενός προϊόντος εφόσον ο τρίτος εισαγωγέας έχει υιοθετήσει συμπεριφορές –νέα συσκευασία, επανεπίθεση του σήματος– που δεν επιτρέπουν στον καταναλωτή να αναγνωρίσει μετά βεβαιότητας την προέλευση του προϊόντος που φέρει το σήμα (απόφαση Centrafarm/American Home Products, υπόθεση 3/78 της 10ης Οκτωβρίου 1978).
β. Όρια
Η θεωρία της κοινοτικής εξάντλησης των δικαιωμάτων δεν λαμβάνεται υπόψη σε σχέση με την εμπορία ενός παραποιημένου προϊόντος, ούτε σε σχέση με προϊόντα που έχουν τεθεί σε κυκλοφορία εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Αυτό ακριβώς ορίζει το άρθρο 6 της συμφωνίας σχετικά με τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που συνήφθη στα πλαίσια του Γύρου της Ουρουγουάης (TRIPS, συμφωνία σχετικά με τα τις εμπορικές πτυχές των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας).
Τον Ιούλιο του 1999, το Δικαστήριο απεφάνθη στην απόφαση Sebagο και Ancienne Maisοn Dubοis & Fils κατά GB-Unic SA (C-173/98) ότι δεν επιτρέπεται να προβλέπουν τα κράτη μέλη στις εθνικές νομοθεσίες τους την εξάντληση των δικαιωμάτων σήματος όσον αφορά προϊόντα που έχουν τεθεί σε κυκλοφορία σε τρίτη χώρα.
ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
Στα διάφορα ψηφίσματά του για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, και συγκεκριμένα για τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων, των βιοτεχνολογικών εφευρέσεων και των δικαιωμάτων δημιουργού, το Κοινοβούλιο έχει ταχθεί υπέρ της προοδευτικής εναρμόνισης των δικαιωμάτων πνευματικής, βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας. Επιπλέον, αντιτάχθηκε στο ζήτημα της χορήγησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας για μέρη του ανθρωπίνου σώματος.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει παρομοίως ταχθεί κατά της κατοχύρωσης με διπλώματα ευρεσιτεχνίας των εφευρέσεων που μπορούν να εφαρμοστούν σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, θέλοντας να αποφύγει την παρεμπόδιση της διάδοσης της καινοτομίας και να παράσχει ελεύθερη πρόσβαση στις ΜΜΕ στο λογισμικό που δημιουργείται από τους μείζονες διεθνείς φορείς ανάπτυξης λογισμικού.
Roberta Panizza
7/2008
Αναφορές: (να συμπληρώσω τα Links)
- Οδηγία 0089/104/ΕΟΚ 21.12.1988
- Οδηγία 0098/071/ΕΚ 13.10.1998
- Οδηγία 0092/100/ΕΟΚ 19.11.1992
- Οδηγία 0093/083/ΕΟΚ 27.09.1993
- Οδηγία 0093/098/ΕΟΚ 29.10.1993
- Οδηγία 2001/029/ΕΚ 22.05.2001
- Οδηγία 2001/084/ΕΚ 27.09.2001
- Οδηγία 0096/009/ΕΟΚ 11.03.1996
- Οδηγία 2004/048/ΕΚ 29.04.2004
- Οδηγία 2006/116/EΚ 12.12.2006
- Οδηγία 2006/115/EΚ 12.12.2006
- Οδηγία 0087/054/ΕΟΚ 16.12.1986
- Οδηγία 0091/250/ΕΟΚ 14.05.1991
- Οδηγία 0096/009/ΕΚ 11.03.1996
- Οδηγία 0098/044/ΕΚ 06.07.1998
- Οδηγία 0098/084/ΕΚ 20.11.1998
- Οδηγία 0098/071/ΕΚ 00.00.0000
- Κανονισμός 0040/0094/ΕΚ 20.12.1993
- Κανονισμός 0422/2004/ΕΚ 19.02.2004
- Κανονισμός 0006/2002/ΕΚ 12.12.2001
- Κανονισμός 1891/2006/ΕΚ 18.12.2006
- Κανονισμός 0006/2002/ΕΚ 00.00.0000
- Κανονισμός 0040/0094/ΕΚ 00.00.0000
- Κανονισμός 0240/0096/ΕΚ 31.01.1996
- Κανονισμός 1610/0096/ΕΚ 23.07.1996
- Κανονισμός 0873/2004/ΕΚ 00.00.0000
- Κανονισμός 2100/0094/ΕΚ 00.00.0000
- Απόφαση 2006/954/ΕΚ 18.12.2006
- Απόφαση 0094/800/ΕΚ 22.12.1994
- Πράσινη Βίβλος της Επιτροπής 19.07.1995
- Συνθήκη του Παγκόσμιου Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας (WIPO) 16.03.2000
- Συνθήκη σχετικά με τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα (WPPT) 16.03.2000
- Συμφωνίας του Λουξεμβούργου 15.12.1989
- Σχέδιο Κανονισμού CΟM(2000) 0412 09.04.2002
- Τροποποιημένη Πρόταση Οδηγίας COM(2006) 0168 25.04.2007
EUROPEAN UNION
CONSOLIDATED VERSIONS OF THE TREATY ON EUROPEAN UNION AND OF THE TREATY ESTABLISHING THE EUROPEAN COMMUNITY
http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=OJ:C:2006:321E:0001:0331:EN:PDF
Συνθήκη της ΕΕ 29.12.2006
Άρθρο 30
Article 30 (C 321 E/24)
1. Common action in the field of police cooperation shall include:
(a) operational cooperation between the competent authorities, including the police, customs and
other specialised law enforcement services of the Member States in relation to the prevention,
detection and investigation of criminal offences;
(b) the collection, storage, processing, analysis and exchange of relevant information, including
information held by law enforcement services on reports on suspicious financial transactions,
in particular through Europol, subject to appropriate provisions on the protection of personal
data;
(c) cooperation and joint initiatives in training, the exchange of liaison officers, secondments, the
use of equipment, and forensic research;
(d) the common evaluation of particular investigative techniques in relation to the detection of
serious forms of organised crime.
2. The Council shall promote cooperation through Europol and shall in particular, within
a period of five years after the date of entry into force of the Treaty of Amsterdam:
(a) enable Europol to facilitate and support the preparation, and to encourage the coordination
and carrying out, of specific investigative actions by the competent authorities of the Member
States, including operational actions of joint teams comprising representatives of Europol in
a support capacity;
(b) adopt measures allowing Europol to ask the competent authorities of the Member States to
conduct and coordinate their investigations in specific cases and to develop specific expertise
which may be put at the disposal of Member States to assist them in investigating cases of
organised crime;
(c) promote liaison arrangements between prosecuting/investigating officials specialising in the
fight against organised crime in close cooperation with Europol;
(d) establish a research, documentation and statistical network on cross-border crime.
Article 80 (C 321 E/73)
1. The provisions of this title shall apply to transport by rail, road and inland waterway.
2. The Council may, acting by a qualified majority, decide whether, to what extent and by what
procedure appropriate provisions may be laid down for sea and air transport.
The procedural provisions of Article 71 shall apply.
Article 81 (C 321 E/73)
1. The following shall be prohibited as incompatible with the common market: all agreements
between undertakings, decisions by associations of undertakings and concerted practices which may
affect trade between Member States and which have as their object or effect the prevention,
restriction or distortion of competition within the common market, and in particular those which:
(a) directly or indirectly fix purchase or selling prices or any other trading conditions;
(b) limit or control production, markets, technical development, or investment;
(c) share markets or sources of supply;
(d) apply dissimilar conditions to equivalent transactions with other trading parties, thereby
placing them at a competitive disadvantage;
(e) make the conclusion of contracts subject to acceptance by the other parties of supplementary
obligations which, by their nature or according to commercial usage, have no connection with
the subject of such contracts.
2. Any agreements or decisions prohibited pursuant to this Article shall be automatically void.
3. The provisions of paragraph 1 may, however, be declared inapplicable in the case of:
— any agreement or category of agreements between undertakings,
— any decision or category of decisions by associations of undertakings,
— any concerted practice or category of concerted practices,
which contributes to improving the production or distribution of goods or to promoting technical
or economic progress, while allowing consumers a fair share of the resulting benefit, and which
does not:
(a) impose on the undertakings concerned restrictions which are not indispensable to the
attainment of these objectives;
(b) afford such undertakings the possibility of eliminating competition in respect of a substantial
part of the products in question.